- χερσώνω
- χερσῶ, -όω, ΝΜΑ [χέρσος](το παθ.) χερσώνομαι και χερσοῡμαι, -όομαι(για τόπο) γίνομαι χέρσος, γίνομαι ξερός, άφορος και άγονος (α. «ο κόσμος έχει φύγειτ' αμπέλια έχουν χερσωθεί» β. «γῆν καταλαβὼν κεχερσωμένην», Πλούτ.γ. «τὸ χερσωθὲν ἔδαφος», Φίλ.)νεοελλ.μένω ακαλλιέργητος και καλύπτομαι από άγρια βλάστηση («τα χτήματα τού παππού χερσώσανε»)μσν.-αρχ.1. μεταβάλλω σε ξηρά, μπαζώνω (α. «τὴν θάλασσαν χερσώσας», Τζέτζ.β. «χερσοῡν τὸ ῥεῑθρον», επιγρ.)2. καθιστώ κάτι στείρο, άγονο (α. «χερσώσαντες τὴν ὕπαρξιν», πάπ.β. «χερσωθεῑσα ψυχή», Νείλ.).
Dictionary of Greek. 2013.